- Θέρμας
- Θέρμᾱς , Θέρμηheatfem acc plΘέρμᾱς , Θέρμηheatfem gen sg (doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
θερμᾶς — θερμᾶ̱ς , θερμάζω fut ind act 2nd sg (doric) θερμός hot fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θερμάς — θερμά̱ς , θερμός hot fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θέρμας — θέρμᾱς , θέρμα fem acc pl θέρμᾱς , θέρμα fem gen sg (doric aeolic) θέρμᾱς , θέρμη heat fem acc pl θέρμᾱς , θέρμη heat fem gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
CELLA Caldaria — seu Calidaria, una ex Balnearum apud Veter. cellis seu oecis, et quidem ordine dispositionis ultima, ut ex Plinio, l. 5. Ep. 6. Galeno et Luciano discimus, qui omnes primô locô Frigidariam, secundô Tepidariam, tertiô Caldariam, ponunt, uti… … Hofmann J. Lexicon universale
OECI — Graece Οἶκοι et οἰκήματα, cellae dictae sunt Balneorum, apud Veteres, quarum cum tres essent, Frigidaria, Tepidaria et Caldaria; illam ψνχρὸν οἶκον, et ψυχροδόχον οἶκον, appellat Lucian. in Dial. istam ἠρέμκ χλιαινόμενον οἶκον, Idem: hanc, θερμὸν … Hofmann J. Lexicon universale
μετάρσιος — α, ο (ΑΜ μετάρσιος, ον, θηλ. και α, Α δωρ. τ. πεδάρσιος, ον) αυτός που αιωρείται ψηλά στον αέρα, αυτός που έχει υψωθεί πάνω από το έδαφος («ἐσπᾱτο γὰρ πέδονδε καἰ μετάρσιος», Σοφ.) μσν. το ουδ. ως ουσ. τo μετάρσιον ο εξώστης, το μπαλκόνι αρχ. 1.… … Dictionary of Greek
Τάγματα Ασφαλείας — Στρατιωτικά ελληνικά σώματα που ιδρύθηκαν στα χρόνια της Κατοχής με σκοπό τη διάλυση των ανταρτικών οργανώσεων που πολεμούσαν τους κατακτητές. Τα Τ. Α., που χαρακτηρίστηκαν με το αναγκαστικό διάταγμα 179/69 από το δικτατορικό καθεστώς των… … Dictionary of Greek